Από παιδί μικρό βίωνε το μεγαλείο της κάθε εποχής.
Λαχταρούσε να παίξει με το χιόνι όσο και να σκαρφαλώσει στα ανθισμένα δέντρα.
Σαν ερχόταν η φθινοπωρινή βροχή, έτρεχε έξω από το σπίτι και χόρευε στην αυλή με την μπόρα να γίνεται όλο και πιο δυνατή.
Μα δεν το ένοιαζε αν θα βραχεί, ήταν παιδί!
Εκείνες τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες που ο ήχος από τα τζιτζίκια γέμιζε την ατμόσφαιρα, μια οικογένεια κάθεται κάτω από ένα αλμυρίκι, οι μεγάλοι δυσανασχετούν και ιδρώνουν, ενώ εκείνο δεν παραπονέθηκε ποτέ τον καύσωνα, μόνο χαμογελούσε, τρέχοντας προς τη θάλασσα.
Ήταν παιδί, δεν γνώριζε τι είναι η γκρίνια ή τι είναι η γκρίζα ψυχή.
Κάθε χρόνο η ίδια προσμονή, ο ίδιος ενθουσιασμός, ένα πλατύ χαμόγελο.
Μια πολύχρωμη ψυχή να αφήνεται στην κάθε στιγμή, η όψη της ευτυχίας τρέχει ξυπόλητη στην αμμουδιά, σκαρφαλώνει σε δέντρα, φτιάχνει αγγέλους στο χιόνι και προσπαθεί να γευτεί τη βροχή.
Αν υπάρχει νόημα, ίσως βρίσκεται κάπου εκεί!
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem