ΔΙΩΓΜΟΣ 1922
Παιδί μικρό οκτώ χρονών
στης προσφυγιάς τον δρόμο
κυνηγημένο κι ορφανό
μετρά θανάτου, ρόγχο.
Πέφτει η μάνα η καψερή
στης θάλασσας το κύμα
μες την αγκάλη της κρατεί
της γέννας της, το νήμα.
Παντού κυνηγημένοι
διωγμένοι, τρομαγμένοι..
ξωπίσω οι κατακτητές
ανάφτουνε παντού φωτιές!
Μείνανε πίσω μοναχά
γέροι καπετανέοι
του Αλεξάντρου οι στερνοί
γενναίοι, τελευταίοι!
Τους πήρ΄αμπάριζα η σπαθιά
η φλόγα ακόμα καίει
γυρίζουν στα χαλάσματα
μάνα που γιόκα κλαίει.
Τί να εξηγήσεις; Τι να πεις,
στο παιδικό το βλέμμα!
Γουρλώνει τα ματάκια του
στ' αδερφικό το αίμα!
Σαν περιστέρι στην βροχή
έχουνε τώρα πάρει
οι φίλοι οι συμμάχικοι
μάνα και παλικάρι.
Στην Θράκη άγονη γραμμή
ξυπόλητο, όλο το τάγμα,
σαν των Αγγέλων μια πομπή
περνάει, ψάχνει θαύμα!
Περπάτησαν όλη την γη
φτάσαν Θεσσαλονίκη
σ΄αυλές κοιμούνταν νηστικοί!
Με σαύρες και σαν ποντικοί! ..
© Μαίρη Σκαρπαθιωτάκη
εις μνήμην
του
Βασιλείου Κωττά
This poem has not been translated into any other language yet.
I would like to translate this poem